- πανοσιολογιότατος
- πανοσιολογιότατος , -η, -οсвятейший – почтительное обращение к архимандриту, имеющему высшее богословское образование
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
πανοσιολογιότατος — και πανοσιολογιώτατος, ο προσφώνηση για τους άγαμους και μορφωμένους κληρικούς και ειδικότερα για τους αρχιμανδρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόσιος + λογιότατος / λογιώτατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
πανοσιολογιότατος — η, ο προσφώνηση άγαμων μορφωμένων ιερέων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)